θεσμοθέτις

θεσμοθέτις
η
βλ. θεσμοθέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θεσμοθέτης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θεσμοθέτιδος — θεσμόθετις fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοθέτης — ο, θηλ. θεσμοθέτις, ιδος (ΑΜ θεσμοθέτης, θηλ. θεσμοθέτις) αυτός που εισάγει και καθιερώνει θεσμούς ή που συντάσσει νόμους και επιβάλλει την τήρηση τους αρχ. 1. (το αρσ. πληθ.) οἱ θεσμοθέται οι έξι από τους εννέα ενιαυσιους άρχοντες τής αρχαίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”